- κερατίνων
- κερᾱτίνων , κεράτινοςmade of hornfem gen plκερᾱτίνων , κεράτινοςmade of hornmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CRATER — ἀπὶ τȏυ κέρατος, quasi κερατὴρ, quoniam in cornua potio olim fundebatur; cuius rei vestigia certissima in antiquis inscriptionibus. D. Ambrosius, l. de Elia ac ieiunio, c. 17. Per cornu etiam fluentia in fauces hominum vina decurrunt, et si quis… … Hofmann J. Lexicon universale
δασυποδίδες — (dasypodidae).Οικογένεια ζώων που ζουν στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Είναι παμφάγα και νυχτόβια. Το σώμα τους καλύπτεται από προστατευτικό στρώμα κεράτινων φολίδων. Οι φολίδες αυτές είναι χωρισμένες σε ζώνες με ενδιάμεσα μέρη μαλακού δέρματος … Dictionary of Greek
κεράτινος — η, ο (Α κεράτινος, ίνη, ον) [κέρας] ο κατασκευασμένος από κέρατα («ἔπινον ἐκ κερατίνων ποτηρίων», Ξεν.) νεοελλ. φρ. ανατ. «κεράτινη στιβάδα» το σκληρό εντελώς εξωτερικό τμήμα τού δέρματος που αποτελείται από λεπιοειδή πέταλα σχηματισμένα από τα… … Dictionary of Greek
λάμπραινα — Κοινή ονομασία διαφόρων κυκλόστομων άγναθων ψαριών, της υπόταξης των πετρομυζοειδών. Τα πιο γνωστά είδη είναι η λ. η θαλασσινή (Petromyzon marinus), η λ. η ποτάμια (Lampetra ayresi) και η λ. η πλανέρεια (Lampetra planeri). Τα είδη αυτά… … Dictionary of Greek
αελλωδίδες — Οικογένεια νηκτικών πτηνών της τάξης των ρινοτρυπομόρφων ή προκελαριομόρφων. Λέγονται και αλλωδίδεςπροκελαρίδες. Τα πτηνά αυτά έχουν ράμφος μακρουλό, βαθιά αυλακωτό και γαμψό σαν αγκίστρι. Έχουν μακριές φτερούγες, που τους εξασφαλίζουν μεγάλη… … Dictionary of Greek
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek